- оборудование
- 1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση
2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάσταση
демонтировать - εξαρμόζω τον - όотлаживать - ρυθμίζω τον - όустанавливать - αρμόζω τον - όавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςбортовое - του αεροσκάφουςбуровое - της γεώτρησηςбытовое - οι οικιακές συσκευέςвнешнее - η εξωτερική εγκατάστασηвоз-духоочистное - η εγκατάσταση καθαρισμού του αέραвысококачественное - υψηλής ποιότηταςгорное - τα μηχανήματα ορυχείωνдефектное - ελαττωματικός -ди-станциометрическое - μετρήσεων εξ'αποστάσεωςзапасное - εφεδρικός -землеройное - τα μηχανήματα εκσκαφήςкарьерное - τα μηχανήματα των ορυχείωνконтрольно-измерительное - η εγκατάσταση ελέγχου και καταμέτρησηςкузнечно-прес-совое - τα μηχανήματα σφυρηλάτησης και πρεσαρίσματοςлитейное - η εγκατάσταση της χύτευσηςмашинное - μηχανικός -металлообрабатывающее - τα μηχανήματα κατεργασίας μετάλλουмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησηςнавигационное - τα μηχανήματα της ναυσιπλοΐαςназемное - οι εγκαταστάσεις του εδάφουςотделочное - ξυλουργικός - της τελικής κατεργασίας- отпугивания птиц (на аэродроме) - προστασίας αεροδρομίων από τα πουλιάпогрузочно-разгрузочное - τα μηχανήματα της φορτοεκφόρτωσηςподъёмно-транспортное - τα μηχανήματα ανύψωσης και μεταφοράςпрограммное - το λογισμικόпромышленное - βιομηχανικός -противопожарное - πυροσβεστικός -радиотехническое - ραδιοτεχνικός -резервное - εφεδρικός -рудообогати-тельное - εμπλουτισμού των ορυκτώνса-нитарно-техническое - υγειονομικός τεχνικός -сваебойное - τα μηχανήματα πασσα-λόπηξηςсварочное - της ηλεκτροκόλλη-σηςсерийное - της σειράς- της παραγωγής, βιομηχανικός -спасательное - σωστικός -стационарное - μόνιμος -техническое - τεχνικός -технологическое - τεχνολογικός -холодильное - η εγκατάσταση ψύξηςшвартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςэнергетическое - ενεργειακός -
Русско-греческий словарь научных и технических терминов. Кефалиду-Павли Мария. 2009.